π. Θεμιστοκλής
Μουρτζανός
Μεγάλος είναι ο προβληματισμός
όλων όσων ενδιαφέρονται, αγαπούνε, ζούνε για την κατήχηση στις δυσκολίες που
παρουσιάζει η εποχή μας γι’ αυτόν το
σημαντικό ιεραποστολικό κομμάτι της ζωής της Εκκλησίας. Είτε είναι κατήχηση για
παιδιά και νέους είτε για μεγαλύτερης ηλικίας ανθρώπους, η πορεία είναι
φθίνουσα, κυρίως σε ό,τι αφορά στο αριθμητικό κομμάτι όσων μετέχουν σ’ αυτήν. Αλλά και στο ποιοτικό κομμάτι, δηλαδή
στο περιεχόμενο της κατήχησης, παρά τα βήματα τα οποία έχουν γίνει τα τελευταία
χρόνια, κυρίως χάρις στο Διαδίκτυο που έφερε κοντά κατηχητικές προσπάθειες από
διάφορα μέρη της πατρίδας μας, αλλά και το εξωτερικό, διαπιστώνουμε ότι υπάρχει
δυσκολία σε συλλογικό επίπεδο, τόσο για την εξεύρεση χαρισματικών ανθρώπων,
όπως απαιτείται ή ευκτέον θα ήταν να είναι οι κατηχητές, όσο και στις γνώσεις
και την ουσία της κατήχησης που προσφέρεται σε όσους επιμένουν κατηχητικά.
Οι διαπιστώσεις για την κατηχητική
κρίση δεν είναι σημερινές. Όσοι προβληματιζόμαστε για τα προβλήματα και τις
δυσκολίες δεν αρνηθήκαμε να καταθέσουμε τις απόψεις μας και τις προτάσεις μας
στην διοικούσα Εκκλησία, σε πάμπολλες ημερίδες, είτε συνοδικές είτε οργανωμένες
από Ιερές Μητροπόλεις, είτε από άλλους φορείς. Και είναι γεγονός ότι δεν πρέπει
να είμαστε απορριπτικοί σε κάποιες προσπάθειες που έχουν ξεκινήσει, ώστε
τουλάχιστον το υλικό της κατήχησης να ανταποκριθεί στις νέες ανάγκες. Θα
τολμούσαμε να πούμε ότι το Διαδίκτυο μας δίνει σήμερα δυνατότητες τις οποίες
δεν είχαμε στο παρελθόν να έχουμε μαθήματα για όλες τις δυνατότητες και όλες
τις κατευθύνσεις προς τις οποίες στρέφεται ο κάθε κατηχητής. Η συζήτηση όμως,
έχουμε την αίσθηση ότι εξαντλήθηκε στην ανάγκη να αλλάξουμε το υλικό, αλλά δεν
προχώρησε όσο θα έπρεπε στην αναζήτηση νέων μεθόδων κατήχησης, εξεύρεσης
κατηχητών που θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στις νέες ανάγκες, αλλά και στην περαιτέρω
προσαρμογή στα δεδομένα της εποχής μας. Γιατί δεν είναι το περιεχόμενο που θα
φέρει ανθρώπους στην κατήχηση, αλλά τα πρόσωπα που την ασκούνε, η νοοτροπία και
η μέθοδος την οποία ακολουθούνε, αλλά και η γενικότερη αντίληψη την οποία
χρειάζεται να ακολουθήσει η ποιμαίνουσα Εκκλησία, ιδιαιτέρως οι ενορίες και τα
μοναστήρια, ώστε να γίνουν οι αλλαγές πράξη.
Εμείς που ζούμε σε τουριστικές
περιοχές έχουμε επιπλέον δυσκολίες σε σχέση με άλλους τόπους. Πρώτα απ’ όλα έχουμε ουσιαστικά ένα νεκρό διάστημα από
τον Μάιο έως τον Οκτώβριο περίπου, κατά το οποίο οι γονείς, ακόμη κι αυτοί που
συνήθως εκκλησιάζονται, δεν έχουν τη δυνατότητα να έρθουν οι ίδιοι στους ναούς,
ούτε και να φέρουν τα παιδιά τους. Ταυτόχρονα, οι τουριστικές περιοχές
παρουσιάζουν μεγαλύτερη διάλυση του ίδιου του θεσμού της οικογένειας, λόγω των
πολλών ηθικών πειρασμών, αλλά και λόγω της γενικότερης χαλάρωσης που το χρήμα
και η κινητικότητα των πληθυσμών φέρνει. Έτσι, για παράδειγμα, η πιστότητα στις
συντροφικές σχέσεις θεωρείται εξαίρεση, ενώ οι νεώτεροι δεν θεωρούν ότι ενώ
μπορούν να ζούνε στη λογική του «όλα επιτρέπονται» θα πρέπει να βάλουν τον εαυτό τους στα
«πρέπει» που κατά τη γνώμη τους φέρει η
ζωή της Εκκλησίας. Αν όλα αυτά συνδυασθούν με την δεδομένη πλέον κατάσταση ότι
ήδη γονείς γίνονται αυτοί που έχουν προέλθει από οικογένειες που δημιουργήθηκαν
κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης και οι οποίες, στην πλειονοψηφία τους δεν
είχαν καλή γνώμη για την Εκκλησία, τόσο εξαιτίας της δυσφήμησης που το
δικτατορικό καθεστώς κατάφερε να κάνει στην πίστη, όσο και εξαιτίας του
κλίματος ελευθερίας, στα όρια της ασυδοσίας που επικράτησε, ιδίως από τη δεκαετία
του 80 και μετά. Σήμερα μπορούμε να μιλούμε ότι εκλιπόντων των ηλικιωμένων θα
έχουμε πλέον στη θέση τους παππούδες και γιαγιάδες που θα αντιμετωπίζουν την
πίστη ως φολκλόρ ή συνήθως θα είναι αδιάφοροι γι’ αυτή. Άρα, θα χαθεί για την πλειοψηφία και
εκείνη η πηγή της λαϊκής ευσέβειας, η οποία δίνει στα παιδιά ρίζες
θρησκευτικότητας και αφήνει αξίες και ελπίδες που μπορούν να αποτελέσουν αφορμή
για πνευματική ζωή ή, έστω, αναζήτηση. Αν όλα αυτά τα συνδυάσουμε με τα
γενικότερα προβλήματα των παιδιών και των νέων στη εποχή μας, που είναι η
απουσία ελεύθερου χρόνου λόγω του φορτωμένου προγράμματος (σχολείο, εξωσχολικά,
αθλητισμός, καλλιτεχνικά), η αίσθηση ότι η κατήχηση αποτελεί ένα ακόμη μάθημα,
και μάλιστα μη ενδιαφέρον, το οποίο ξεπερνά τις αντοχές των παιδιών, η
παράλληλη διδασκαλία στα σχολεία του μαθήματος των Θρησκευτικών (το οποίο, παρά
τις αλλαγές που έχουν επέλθει, δημιουργεί την ψευδαίσθηση στους γονείς που θα
ήθελαν τα παιδιά τους να μαθαίνουν για την πίστη ότι κάτι γίνεται), όπως επίσης
και η γενικότερη απαξίωση της θρησκευτικότητας από την κοινωνία μας (μετατροπή
της Εκκλησίας σε σωματείο φιλανθρωπίας, κατά τη γνώμη των πολλών, προβολή
πραγματικών ή ανύπαρκτων σκανδάλων), εύκολα καταλαβαίνουμε ότι η κατήχηση
δύσκολα έχει με τις ανθρώπινες προοπτικές μέλλον.
Αξίζει να επισημάνουμε και κάτι σε
σχέση με τον δυναμισμό της Εκκλησίας και την αναγκαιότητα της προσαρμογής της
στα σύγχρονα δεδομένα. Είναι γεγονός ότι παρότι έχουν γίνει αρκετές προσπάθειες
επιμόρφωσης τόσο των κληρικών όσο και των λαϊκών κατηχητών, εντούτοις υπάρχει
μία δυσκολία επικοινωνίας με την πραγματικότητα και τις ανάγκες των παιδιών.
Την ίδια δυσκολία έχουν και οι εκπαιδευτικοί στα σχολεία. Μία νέα γενιά η οποία
μεγαλώνει με την εικόνα του υπολογιστή και της τηλεόρασης και του κινητού ως
βάση της επικοινωνίας με τον κόσμο, δεν είναι μια γενιά η οποία θα βάλει εύκολα
στην καρδιά της γνώσεις και αξίες. Αντιθέτως, θα προτιμήσει να λειτουργήσει
επικοινωνιακά. Να περάσει καλά. Να βγάλει κέφι και καλή διάθεση, αλλά και για
να μπορέσει να αφιερώσει χρόνο στην σχέση της με το Θεό, θα πρέπει να βρει γέφυρες
επικοινωνίας με τους ανθρώπους που θα της μιλήσουν γι’ Αυτόν. Εδώ
δυσκολευόμαστε. Έχουμε μεγαλώσει οι περισσότεροι ιερείς με άλλες παραστάσεις
και αν δεν έχουμε παιδιά ή αισθανόμαστε δεσμευμένοι από τον τρόπο που το σχήμα
μας επιβάλλει να ακολουθούμε, θα θεωρούμαστε πάντοτε συμβατικοί. Ίσως και
ξεπερασμένοι. Και αν όλα αυτά συνδυασθούν με τον αναμενόμενο συντηρητισμό από
την πλευρά των όσων εξακολουθούν να έρχονται στην Εκκλησία, καταλαβαίνουμε τις
δυσκολίες στην προσπάθειά μας να φανούμε αντισυμβατικοί ή επικοινωνιακοί.
Δεν αρκεί όμως να μένουμε στις
διαπιστώσεις. Χρειάζεται να ανασυνταχτούμε και να αναλάβουμε το σταυρό μας, με
όλες μας τις δυνάμεις. Γιατί είναι σταυρός η κατήχηση. Δεν είναι μόνο το
γεγονός της ευθύνης που βαραίνει τους ώμους μας. Είναι και η αίσθηση της
ματαιότητας που νιώθουμε όταν δεν έχουμε συνεργάτες ή όταν οι συνεργάτες μας
δεν έχουν συνέπεια και σταθερότητα στο έργο αυτό, όταν δηλαδή δεν το αγαπούνε
όσο και τις υπόλοιπες δραστηριότητές τους. Είναι η αίσθηση της μοναξιάς όταν
βλέπουμε ότι ελάχιστα παιδιά συμμετέχουν στην κατήχηση στα πλαίσια της ενορίας.
Είναι η αίσθηση ότι κάνουμε κάτι ξεπερασμένο. Είναι η αδιαφορία για την
κατήχηση της γειτονικής ενορίας ή του συναδέλφου συνεφημερίου. Είναι τελικά η
απουσία άμεσων καρπών, που κάνει την ηγεσία της Εκκλησίας να θεωρεί ότι το
κατηχητικό δεν είναι από τις προτεραιότητες που εξασφαλίζουν καλή γνώμη για την
Εκκλησία στη νοοτροπία και τις απαιτήσεις των πολλών, ιδίως σήμερα που έχουμε
πιο πολύ έντονη την ανάγκη για οικονομική συνδρομή στην κατάσταση της κρίσης.
Είναι όμως και χαρά και ανάσταση η
κατήχηση. Πρώτα απ’ όλα μας δίνει τη
δυνατότητα να αναζητήσουμε εμείς τις αλήθειες της πίστης μας. Να τις
σπουδάσουμε, να τις κατανοήσουμε, να εμβαθύνουμε προσωπικά στην οδό της
πνευματικότητας. Να νιώσουμε περισσότερη ασφάλεια και εκτίμηση στηριγμένοι στο
περιεχόμενο και την ουσία της πίστης. Η
κατήχηση ακόμη μας δίνει τη δυνατότητα να προσφέρουμε αγάπη στους άλλους και
ιδιαιτέρως στα παιδιά και τους νέους. Είναι πνευματική ελεημοσύνη η κατήχηση,
είναι ανταπόκριση στο κενό που έχει αφήσει ο νηπιοβαπτισμός σε ό,τι αφορά στον
καταρτισμό των πιστών. Είναι ταυτόχρονα προφητική λειτουργία και μίμηση Χριστού
και αγίων. Όπως ο Κύριός μας κήρυττε στο λαό και αποκάλυπτε τις αλήθειες του
Θεού, όπως οι απόστολοι και οι πατέρες συνέχισαν αυτό το έργο ζωής, έτσι, σε
μικρογραφία, κι εμείς, στο δικό μας ποίμνιο, στο δικό μας λαό, στους λίγους ή
στους πολλούς συνεχίζουμε αυτό το έργο. Και ενεργοποιούμε έτσι το προφητικό αξίωμα,
το οποίο μας δόθηκε μαζί με το βασιλικό και το ιερατικό με το βάπτισμα και το
χρίσμα. Άρα, κάνουμε την αγάπη πράξη και στάση ζωής.
Πώς μπορούμε λοιπόν να οργανώσουμε την
κατήχηση στα πλαίσια της ενορίας και της οικογένειας, με δεδομένα τα προβλήματα
που υπάρχουν;
Η λατρεία στην εκκλησιαστική ζωή είναι
η κύρια πηγή της κατήχησης. Ο τρόπος λειτουργίας της ενορίας αποτελεί αφ’ εαυτού του κατήχηση. Η δυνατότητα έμπνευσης
προσευχής, με την κατάνυξη, την συμμετοχή του λαού στα μυστήρια με την συχνή
θεία κοινωνία, με την συναπαγγελία του «Πιστεύω» και του « Πάτερ ημών», με την συμψαλμωδία των
πιο γνωστών ύμνων , η ανοχή και η κατανόηση στην παρουσία μικρών παιδιών στο
ναό και ο σχηματισμός της αίσθησης, στα όρια του εφικτού βέβαια, ότι η εκκλησία
και ο ναός είναι το σπίτι τους, δίνουν τη δυνατότητα πολυεπίπεδης κατήχησης. Το
κήρυγμα το οποίο περιλαμβάνει στις δεσποτικές και θεομητορικές εορτές την
εξήγηση των ιερών εικόνων, η ανάγνωση του βίου του αγίου που εορτάζει κατά το
κοινωνικό της κυριακάτικης θείας λειτουργίας, η ερμηνεία του αποστολικού και
ευαγγελικού αναγνώσματος με σύντομα και απλά λόγια και νοήματα, η εξήγηση
κάποιου ύμνου από την ακολουθία της ημέρας αποτελούν τρόπους κατήχησης, που
συνδέουν μικρότερους και μεγαλύτερους με την πίστη και τη ζωή της Εκκλησίας.
Παράλληλα, μεγάλες ευκαιρίες κατήχησης
για πολύ περισσότερο κόσμο, από το εκκλησίασμα της Κυριακής, αποτελούν οι
ακολουθίες του γάμου, της βάπτισης, της κηδείας και του μνημοσύνου ή του
ευχελαίου κατά την Μεγάλη Εβδομάδα. Με σύντομα μηνύματα μπορούμε να εξηγήσουμε
σε μικρότερους και μεγαλύτερους τι συμβαίνει στα μυστήρια της Εκκλησίας. Τι και
πώς γίνεται. Ποιος είναι ο συμβολισμός και ποια η ουσία τους. Ποια είναι η
θεολογική διδασκαλία και πώς μας οδηγούν στο Θεό. Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για έναν
χριστιανικό γάμο και μια χριστιανική οικογένεια. Τι λέει η Εκκλησία για τις
διαφυλικές και διαπροσωπικές σχέσεις. Ποια είναι η σημασία της εισόδου ενός
ανθρώπου στη ζωή της Εκκλησίας. Τι σημαίνει ο άνθρωπος να είναι κατ’ εικόνα Θεού και πώς μπορεί να φτάσει σο
καθ’ ομοίωσιν. Τι σημαίνει να δέχεται τα
χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Γιατί έρχεται ο θάνατος στη ζωή μας. Πώς η
Εκκλησία μας τον αντιμετωπίζει με την πίστη στην Ανάσταση και του Χριστού και
του καθενός από εμάς. Τι σημαίνει δοκιμασία και πρόβλημα υγείας. Άρα, το
κήρυγμα αποτελεί κατεξοχήν μορφή κατήχησης!
Αλλά και η προετοιμασία του ζευγαριού
για τον γάμο, η οποία συνδέεται με την χορήγηση της άδειας, μπορεί να συνοδευτεί
με την κατήχηση. Το ίδιο και η βάπτιση ενός παιδιού, μπορεί να συνδεθεί όχι
απλώς με την καταγραφή των απαραίτητων δικαιολογητικών, αλλά και με τη συζήτηση
με τους γονείς και τον ανάδοχο για το τι θα γίνει στο μυστήριο. Το ίδιο και η
ποιμαντική επίσκεψη ενός ιερέα στο σπίτι κάποιου πενθούντος. Μπορεί να γίνει
αφορμή κατήχησης, δηλαδή και παρηγορίας για το θάνατο, αλλά και φανέρωση της
ελπίδας της ανάστασης.
Όμως και στα πλαίσια της ίδιας της
κατήχησης, δηλαδή όταν από την ενορία ορίζεται συγκεκριμένη ώρα κατηχητικής
συνάντησης για τα παιδιά και τους εφήβους, είναι απαραίτητο να υπάρχουν
συγκεκριμένοι στόχοι, περιεχόμενο και μέθοδοι.
Οι στόχοι της κατήχησης δεν μπορεί να
είναι άλλοι από την παροχή γνώσεων για την πίστη και τα πρόσωπα που την βίωσαν,
την πρόσκληση στην λατρευτική και πνευματική ζωή της πίστης, αλλά και τον
διάλογο με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Κυρίως είναι να αναδειχτούν έννοιες όπως
η σχέση με το Χριστό, η αρετή και ο πνευματικός αγώνας, η κατάφαση στον κόσμο
και όχι η άρνησή του με ταυτόχρονη την παρουσίαση της πρότασης ζωής της
Εκκλησίας και ο τονισμός ότι η πίστη δεν είναι ατομική υπόθεση, αλλά οδηγεί στη
συνάντηση με το Θεό και τον συνάνθρωπο στα πλαίσια της Ενορίας. Οι μέθοδοι συνήθως
περιλαμβάνουν χαρά και παιχνίδι, διάθεση επικοινωνίας και ακρόασης των παιδιών,
άρα εργασίας πάνω στην τεχνική της
αφήγησης, αλλά και της επικοινωνίας (διάλογος, τεχνικές ερωτήσεων που να
εκμαιεύουν από τα παιδιά τις απαντήσεις, ενθάρρυνση στα παιδιά να μιλήσουν και
υπομονετική ακρόαση από την πλευρά των κατηχητών), αποφυγή άσκοπων και
υπερβολικών επιπλήξεων, αναζήτηση θεμάτων τα οποία να προκαλούν το ενδιαφέρον
των παιδιών και να τους δίνουν τη δυνατότητα να αναπτύξουν προβληματισμούς,
αλλά και θεολογική στήριξη των όσων λέμε. Το περιεχόμενο της κατήχησης μπορούμε
να το αντλούμε από τις πηγές της πίστης μας, όπως είναι η Παλαιά και η Καινή
Διαθήκη, οι βίοι των Αγίων, το Γεροντικό και η ασκητική παράδοση, η πατερική
διδασκαλία, αλλά και η σύγχρονη πραγματικότητα, η οποία καλό είναι να
εξετάζεται παράλληλα με την πίστη, γιατί τα παιδιά ζούνε σ’ αυτήν. Το
Διαδίκτυο, τουλάχιστον για τα μεγαλύτερα παιδιά, αποτελεί βασική πηγή για
άντληση στοιχείων για οποιοδήποτε θέμα κι αν συζητούμε μαζί τους. Η χρήση
στοιχείων από την ζωή των παιδιών, από τα ενδιαφέροντά τους (τραγούδια,
εκπομπές της τηλεόρασης, διαφημίσεις), δίνουν τη δυνατότητα να υπάρξουν έξυπνοι
παραλληλισμοί με την πίστη (π.χ. η διαφήμιση με την εταιρεία κινητής τηλεφωνίας
που δείχνει τον πωλητή σάντουιτς και τις κοπέλες, μπορεί να αποτελέσει την αφορμή
για μία συζήτηση σχετικά με την καταναλωτική κοινωνία, την δίαιτα, την
εξωτερική μας εικόνα, την φιλήδονη κατάσταση και να μας δώσει την αφορμή να
περάσουμε σε θέσεις της Εκκλησίας, όπως η ασκητικότητα, η αγάπη, η έγνοια για
τον άλλο και όχι μόνο για τον εαυτό μας και στη συνέχεια να μας βοηθήσει να
περάσουμε σε παραδείγματα από τη διδασκαλία του Χριστού, όπως η ξηρανθείσα
συκή, από τη ζωή των αγίων μας, όπως η αγία Μαρία η Αιγυπτία).
Αυτά τα σημεία προϋποθέτουν ιερείς και
κατηχητές που θα έχουν την διάθεση να αφιερώσουν χρόνο στην προετοιμασία της
κατηχητικής συνάντησης. Να αναζητήσουν το υλικό τους ή να το δημιουργήσουν οι
ίδιοι, να οργανώσουν ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα από την αρχή της χρονιάς, να το
συνδέσουν με παιχνίδι, με βόλτες και επισκέψεις, να προσπαθήσουν να το εντάξουν
στη λειτουργική και λατρευτική ζωή της Ενορίας, να οργανώσουν παράλληλες
δραστηριότητες (όπως ζωγραφική, αγιογραφία, αθλητικές εκδηλώσεις, θέατρο), να
είναι έτοιμοι να το προσαρμόσουν στις ανάγκες των παιδιών που συμμετέχουν στις
συνάξεις. Μα πρωτίστως, να αγαπούν την κατήχηση. Να είναι έτοιμοι να παίξουν με
τα παιδιά. Να τα κάνουν να αισθανθούν όμορφα και χαρούμενα. Να τα ενθαρρύνουν
να έχουν πρωτοβουλίες στο παιχνίδι και στην επιλογή των θεμάτων, ιδίως τα
μεγαλύτερα. Και να μην απογοητευτούν από τις δυσκολίες. Ιδίως από την αδυναμία
των μεγαλυτέρων παιδιών να συζητήσουν και από την εύκολη διάσπαση της προσοχής
όλων. Και να εργάζονται με εμπιστοσύνη στο Θεό και αφιέρωση.
Ας μας επιτραπεί να καταθέσουμε κι
έναν ακόμη προβληματισμό, καθότι η σύγχρονη πραγματικότητα δεν φαίνεται να μας
έχει κάνει να αναπροσαρμόσουμε την κατηχητική μας διακονία. Το πιο δύσκολο
κομμάτι του χρόνου για τους γονείς είναι το καλοκαίρι. Ιδίως για όσους
εργάζονται, οι οποίοι δεν γνωρίζουν πού να αφήσουν τα παιδιά τους. Έτσι τα
παιδιά είναι όλη την ημέρα μπροστά στην τηλεόραση και τον υπολογιστή, χωρίς να
έχουν κάτι να κάνουν. Η Εκκλησία θα μπορούσε να αξιοποιήσει τον πολύ ελεύθερο
χρόνο του καλοκαιριού, ιδίως στα τουριστικά μέρη, εδώ που υπάρχει θάλασσα. Από
την μία λοιπόν υπάρχουν ή πρέπει να υπάρχουν οι κατασκηνώσεις, που δίνουν τη
δυνατότητα για αληθινή και ουσιαστική κατήχηση, γιατί επί 10 και πλέον μέρες τα
παιδιά συνυπάρχουν και έχουν την ευκαιρία να ενταχθούν στη λατρευτική ζωή της
πίστης, αλλά και να διδαχθούν πολύτιμα στοιχεία πνευματικής και κοινωνικής
ζωής. Από την άλλη, οι ίδιες οι ενορίες θα μπορούσαν να οργανώσουν προγράμματα
ολοήμερα για τα παιδιά, τουλάχιστον του Δημοτικού ή και του Γυμνασίου, υπό
τύπον κατασκήνωσης. Αν η Ενορία διαθέτει εγκαταστάσεις όπως ψυγεία και
τραπεζαρία, τα παιδιά θα μπορούσαν να φέρουν το φαγητό τους μαζί και η Ενορία
να οργανώσει ένα ποικίλο πρόγραμμα που θα περιλαμβάνει κατήχηση σε συνδυασμό με
ενασχόληση με δραστηριότητες όπως η αγιογραφία, το παιχνίδι, η παρακολούθηση
κάποιας ταινίας, η εκμάθηση τραγουδιών και ύμνων, ακόμη και το μπάνιο στη
θάλασσα. Δύο ή τρεις τέτοιες καλοκαιρινές ημέρες θα αποτελούσαν την ένδειξη ότι
η Ενορία αισθάνεται τις οικογένειες ως δικές της και θα ήταν πρόσκληση και σε
κείνες να αισθανθούν την ενορία σπίτι τους. Ανάλογη είναι η σημασία οργάνωσης
κάποιων εκδρομών, ιδίως το καλοκαίρι, με συμβολικό τίμημα, ώστε η κατήχηση να
λειτουργήσει εκ παραλλήλου με την συνύπαρξη.
Γενικότερα, η κατήχηση στην οικογένεια
και για την οικογένεια είναι μία μεγάλη ανάγκη πλέον, τουλάχιστον για όσους
νιώθουν ότι θέλουν να υπάρξει μία πιο πνευματική προσέγγιση της ζωής της
πίστης. Το ίδιο και η συνεργασία των
ιερέων και των κατηχητών με τους γονείς των παιδιών που έρχονται στο
κατηχητικό. Η συζήτηση μαζί τους για τα προβλήματα των παιδιών. Η καλλιέργεια
κλίματος αληθινής κοινωνίας. Κι εδώ μπορεί να βοηθήσει και η διοργάνωση ομάδων
για την οικογένεια. Δεν μιλούμε μόνο για τις σχολές γονέων που βοηθούν υπό την
μορφή διαλέξεων και ερωταποκρίσεων γονείς να βρούνε απαντήσεις πάνω στα
προβλήματα που απασχολούν τόσο την συμβίωση όσο και την ανατροφή των παιδιών.
Μιλούμε και για συνάξεις γονέων σε ενοριακό επίπεδο, κύκλους ζευγαριών που
μπορούν να γίνονται παράλληλα με την κατηχητική συνάντηση, ώστε τα παιδιά να
απασχολούνται εκείνη την ώρα, και να συζητούνται, με την ευθύνη κάποιου
συντονιστή, θέματα που έχουν να κάνουν με τη ζωή της οικογένειας, να
ενθαρρύνονται οι γονείς να μιλήσουν σε πιο προσωπικό επίπεδο και να μοιράζονται
και αυτοί προβληματισμούς και δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τόσο οικογενειακά,
όσο και πνευματικά. Σ’ αυτές τις συνάξεις μπορούμε να αξιοποιήσουμε και
ειδικούς σε θέματα οικογενειακής ζωής, καλώντας τους να μεταφέρουν γνώσεις και
εμπειρίες, χωρίς να φοβόμαστε τον διάλογο με τον κόσμο (όπως ψυχολόγους,
κοινωνικούς λειτουργούς, έμπειρους πνευματικούς). Έτσι και η κατήχηση
επιτυγχάνεται, αλλά και η έκφραση των προσωπικών δυσκολιών για τη ζωή της
οικογένειας και τις διαπροσωπικές σχέσεις, με αποτέλεσμα το μοίρασμα να
εντείνει τους δεσμούς αγάπης και κοινότητας τόσο μεταξύ των οικογενειών όσο και
με την Ενορία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα παρακινηθούν αρκετοί να αποκτήσουν
πνευματικό, να ζήσουν διαφορετικά την πίστη και να λύσουν απορίες για την
Εκκλησία και τη ζωή της.
Μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν για την
κατήχηση σήμερα. Μεράκι, αγάπη, ενασχόληση, εφευρετικότητα, προσαρμογή στις
ανάγκες της εποχής αποτελούν την βάση ώστε η κατήχηση να γίνει προτεραιότητα
στη ζωή τόσο των ανθρώπων, όσο και των όσων διακονούν την ενοριακή ζωή. Κι εδώ
είναι αυτονόητη η ανάγκη για συμμετοχή τόσο των κληρικών όσο και του λαϊκού
στοιχείου. Είναι αυτονόητη η ανάγκη για διάλογο με τον κόσμο, χωρίς τον φόβο
ότι τείνουμε να εκκοσμικευθούμε. Το πρόβλημα θα έγκειτο αν υποχωρούσαμε στις
προτάσεις ζωής της πίστης μας και κάναμε εκπτώσεις στην αλήθεια της. Η Εκκλησία
δεν φοβάται τον διάλογο, αλλά τον
επιζητεί. Ας απορρίψουμε ακόμη και την απογοήτευση του ότι δεν θα είναι πάντοτε
μαζική η συμμετοχή στις κατηχητικές μας δραστηριότητες. Εμείς σπέρνουμε και ο Θεός θα θερίσει. Η
εγκατάλειψη του αγώνα με την λογική ότι δεν είναι πολλοί όσοι τον επιζητούν και
ανταποκρίνονται στις προτάσεις της Εκκλησίας δεν λύνει το πρόβλημα. «Μη φοβού
το μικρόν ποίμνιον», άλλωστε! Ας έχουμε την ταπείνωση ότι δεν είμαστε εμείς
αυτοί που θα σώσουμε τους ανθρώπους, αλλά εκείνοι που αφιερώνουν τον εαυτό τους
στην αγάπη του Θεού και Εκείνος θα δώσει καρπό στην δική μας προσπάθεια.
Η κατήχηση στοχεύει στο να κατανοήσουν
οι άνθρωποι το πώς ο Θεός εργάσθηκε και κατεργάσθηκε την σωτηρία μας, αλλά και
την κατεργάζεται μέσα από τη σχέση μαζί Του, όπως αυτή βιώνεται εν τη Εκκλησία.
Για να λειτουργήσει όμως ο λόγος και να είναι γνήσιος, χρειάζεται εμείς να τον
σπουδάζουμε και να αγωνιζόμαστε να τον βιώσουμε εξ όλης της ψυχής και εξ όλης
της διανοίας μας. Για να αλλάξει την δική μας καθημερινότητα και να ποιήσει
«καρπόν εκατονταπλασίονα φυείς επί άλλην γην αγαθήν» (Λουκ. 8,8)
στις καρδιές των ανθρώπων.
Σαντορίνη,
1 Απριλίου 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου