Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες, αγαπητοί φίλοι,
Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κατήχηση σήμερα έχουν ομοιότητες και διαφορές σε σχέση με το παρελθόν. Η πλειοψηφία των βαπτισμένων ορθόδοξων χριστιανών δεν θεωρεί την κατήχηση ουσιαστική ανάγκη της. Η Εκκλησία, παρότι σε σχέση με το παρελθόν προσπαθεί να εκσυγχρονίσει τις μεθόδους της κατήχησης, δεν έχει ακόμη συνειδητοποιήσει πόσο αναπόσπαστο τμήμα της χριστιανικής ζωής αυτή αποτελεί, με αποτέλεσμα να ταλαντεύεται ανάμεσα στην καλή διάθεση και τον ερασιτεχνισμό έναντί της. Εξάλλου, η ταύτιση του μαθήματος των Θρησκευτικών στο σχολείο με την έννοια της κατήχησης, δεν αφήνει στην Εκκλησία πολλά περιθώρια να προσελκύσει τα παιδιά και τους νέους σε κάτι διαφορετικό.
Υπάρχουν όμως και διαφορές. Σε αντίθεση με την μεγάλη μείωση των παιδιών που συμμετέχουν στις κατηχητικές ομάδες Γυμνασίου και Λυκείου των Ενοριών, έχει αυξηθεί σημαντικά το ποσοστό των εκκλησιαζόμενων νέων, όπως επίσης και η εμπιστοσύνη τους στην Εκκλησία ως θεσμό. Το φαινόμενο αυτό δεν μας βρήκε έτοιμους να ενσωματώσουμε μεγάλο κομμάτι του περιεχομένου της κατήχησης, είτε μέσω του κηρύγματος, είτε μέσω της μυστηριακής κοινωνίας, στον φυσικό της χώρο, που δεν είναι άλλος από την λατρεία της Εκκλησίας, που προσφέρει πνευματική αγωγή και βιωματική σχέση του ανθρώπου με την πίστη.
Σήμερα υπάρχει αδιαφορία για την κατήχηση από την πλευρά των νέων. Η έννοια της «κατήχησης» παλαιότερα ήταν ταυτισμένη με το «κήρυγμα», ενώ ο έντονα ηθικός – ηθικιστικός χαρακτήρας του περιεχομένου της, την συνέδεε αναπόσπαστα με την παιδική ηλικία. Οι γονείς εμπιστεύονταν το κατηχητικό σχολείο ως συμπλήρωμα στην ανατροφή των παιδιών τους, με τελικό σκοπό το «κατηχητικό» να τα βοηθήσει να γίνουν «καλά παιδιά». Σήμερα, οι ίδιοι οι νέοι αρνούνται να μπούνε στη λογική του «καλού παιδιού», ενώ τα όρια του «καλού» και του «κακού», του «ηθικού» και «μη», τα οποία στο παρελθόν ήταν ευδιάκριτα, δεν γίνονται στην πράξη αποδεκτά από τους νέους.
Τα κατηχητικά προβλήματα στην εποχή μας έχουν άμεση σχέση με τα νεανικά προβλήματα. Παράγοντες, οι οποίοι στο παρελθόν (τουλάχιστον 15 χρόνια πριν) δεν δημιουργούσαν σοβαρά προβλήματα, οφείλουν να ληφθούν σοβαρά υπόψιν από όσους ασχολούμαστε με το νεανικό έργο. Η φυσιογνωμία της οικογένειας έχει αλλάξει ριζικά. Παλαιότερα, υπήρχε το χάσμα των γενεών. Οι νέοι αντιδρούσαν στις επιταγές των μεγάλων ή είχαν απόψεις πάνω στην πίστη, θετικές ή αρνητικές αδιάφορο. Σήμερα, συνήθως οι γονείς δεν επικοινωνούν ούτε μεταξύ τους ούτε με τα παιδιά. Δεν συζητιούνται θέματα πίστης, καθώς δεν υπάρχει χρόνος, διάθεση, ιδέες.
Το σχολείο λειτουργεί αγχωτικά και πιεστικά για τα παιδιά. Ολοήμερο σχολείο στο Δημοτικό, φροντιστήρια στο Γυμνάσιο, εξετάσεις στο Λύκειο, από τα παιδιά και τους νέους λείπει η χαλάρωση, το παιχνίδι, η παρέα. Εξάλλου, η νέα τεχνολογία, η τηλεόραση και ο κόσμος της πληροφορίας έχουν αλλάξει εντελώς τα δεδομένα της ζωής των παιδιών και των νέων. Η εικονοποιημένη πραγματικότητα δεν αφήνει περιθώρια για πολλή σκέψη και καλλιέργεια νου και ιδεών. Ο νέος δεν μπορεί να παρακολουθήσει κατηχητικά μαθήματα και συνάξεις που θα στηρίζονται σε μοντέλα του παρελθόντος (προσευχή, τραγούδι, μάθημα, παιχνίδι). Η κατήχηση είναι αναγκαίο να μπει σε μια διαδικασία, η οποία αφού αξιοποιήσει το όποιο καλό το παρελθόν έχει να δώσει, θα στηριχθεί στη γλώσσα που ο νέος καταλαβαίνει, δεν θα τον κουράζει, αλλά και θα του δίνει τη δυνατότητα να ξεφύγει από ό,τι τον αγχώνει.
Σήμερα, οι περισσότεροι νέοι «την πάνε» την Εκκλησία. Δεν την θεωρούν έναν ιδεολογικό μηχανισμό του παρελθόντος, ούτε, σε γενικές γραμμές, η συμπεριφορά του κλήρου αποτελεί γι’ αυτούς λόγο άρνησης της πίστης. Οι νέοι αδιαφορούν για την πνευματικότητα. Αυτό δεν είναι μοντέρνο φαινόμενο, μόνο που σήμερα δεν υπάρχει ούτε χώρος ούτε χρόνος στη νεανική ζωή για στοιχειώδεις πνευματικούς προβληματισμούς. Οι νεανικές φιλίες, οι διαφυλικές σχέσεις, η ανάγκη για διασκέδαση, ο κομφορμισμός προς τα σύγχρονα πρότυπα ζωής (μόδα, μουσική, ενδυμασία, φαγητό, αθλητισμός) ελκύουν το νέο άνθρωπο σε μια σαρκολατρική αντίληψη της πραγματικότητας.
Το ερώτημα που ανακύπτει είναι εύλογο: είναι αναγκαία η κατήχηση σήμερα και αν ναι, ποιο πρέπει να είναι το περιεχόμενό της; Πέρα από την θεολογική όψη του πράγματος – η κατήχηση είναι απαραίτητη λόγω του νηπιοβαπτισμού, της έλλειψης ουσιαστικής πνευματικής σχέσης ανάδοχου- βαπτισθέντος, της αδιαφορίας ή της έλλειψης χρόνου των γονέων να μιλήσουν στα παιδιά τους για το Θεό και τη σωτηρία, αλλά και της ανάγκης για τη διάσωση της παράδοσης και της ταυτότητάς μας – η καταφατική απάντηση στο ερώτημα περνά μέσα από μια δεύτερη κατηγορία σύγχρονων προβλημάτων, που έχουν άμεση σχέση με την ψυχοσύνθεση και τον εσωτερικό κόσμο της νέας γενιάς. Αν προσανατολίσουμε προς αυτά τις κατηχητικές μας προσπάθειες τόσο σε μητροπολιτικό όσο και ενοριακό επίπεδο, προσφέρουμε δογματικές και πρακτικές απαντήσεις και αναπτύξουμε με νέο τρόπο την ηθική θεολογία της Εκκλησίας μας, θα μπορέσουμε να συναισθανθούμε το πόσο αναγκαία είναι τελικά η κατήχηση σήμερα.
Θα είχαμε επαφή με την πραγματικότητα της εποχής μας αν βλέπαμε τον χαρακτήρα της κατήχησης ως προληπτικό, θεραπευτικό και κοινοτικό. Χωρίς να αλλάξουμε το ήθος και τις δογματικές αλήθειες της πίστης μας -άλλωστε «Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας» (Ἑβρ.13,8)- με τον θεωρητικό και πρακτικό αναπροσανατολισμό της κατήχησης θα μπορούσαμε να την κάνουμε να ανταποκριθεί σε μια σειρά προβλημάτων της νέας γενιάς και ταυτόχρονα, να λειτουργήσει ως το μέσο που θα προβάλει την διαφορετική πρόταση ζωής της Εκκλησίας στον κόσμο, που δεν είναι άλλη από τον Ιησού Χριστό και την σχέση μαζί Του, την εν Χριστώ ζωή.
Προβλήματα, όπως το άγχος, η έλλειψη αυτοεκτίμησης και διάθεσης ανάληψης των ευθυνών για τη ζωή που χαρακτηρίζει τους σύγχρονους νέους, η αστάθεια και η έλλειψη πιστότητας στις διαφυλικές σχέσεις, οι κακής ποιότητας φιλίες, ο επαγγελματικός προσανατολισμός, οι εξαρτήσεις, με έναν λόγο η αμαρτία ως διασπαστικός μηχανισμός στην νεανική συνείδηση, μπορούν να βρούνε προληπτικές και θεραπευτικές απαντήσεις μέσα από την κατήχηση. Για να γίνει αυτό, πέρα από την όποια ανανέωση στις μεθόδους και το περιεχόμενο, χρειάζεται και ποιμαντική πλέον αντιμετώπιση σε επίπεδο κλήρου, καθώς ο ιερέας σήμερα, είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι, ξαναβρίσκει στην συνείδηση των νέων ανθρώπων έναν ρόλο που είχε στο παρελθόν: του επικεφαλής της κοινότητας, του συνδετικού κρίκου ανάμεσα στους ανθρώπους, καθώς η αυθεντία του σχήματος, αλλά και των βιωμάτων προσελκύει σήμερα και δεν απωθεί, από ιδεολογική περιφρόνηση, όπως στο παρελθόν.
Θα δώσουμε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα. Η έννοια της «βασικής εμπιστοσύνης» (όπως την περιέγραψε ο περίφημος Σουηδός ψυχολόγος Erikson) είναι σπουδαία για τη ζωή του ανθρώπου. Στην θεολογική μας παράδοση μιλούμε για την πίστη στην πρόνοια του Θεού, που λειτουργεί προσωπικά για την κάθε ύπαρξη. Το παιδί και ο νέος σήμερα διακατέχονται από το σύνδρομο του άγχους για κάθε τι: για το σχολείο, τις ανθρώπινες σχέσεις, την επαγγελματική αποκατάσταση, την ευτυχία. Η μειωμένη αυτοεκτίμηση, χωρίς να είναι έκφραση της αρετής της ταπείνωσης, είναι συνέπεια του ατομοκεντρικού και σαρκολατρικού τρόπου ζωής. Η ευτυχία είναι στην επιτυχία, την ηδονή, τον εγωισμό. Ο φόβος ή το γεγονός της αποτυχίας προκαλεί άγχος. Το κοινωνικό σύστημα προκαλεί άγχος. Η μη ενασχόληση των γονέων με το παιδί του δημιουργεί άγχος. Η αδυναμία του να γίνει αποδεκτό όσο θέλει από το περιβάλλον του τού προκαλούν άγχος.
Η απάντηση της κατήχησης στο άγχος του παιδιού και του νέου είναι η καλλιέργεια της εμπιστοσύνης στο Θεό, που θα ανοίξει δρόμους για τον άνθρωπο και μέσα από τις αποτυχίες. Η κατήχηση μπορεί να διδάξει αλλά και να προσφέρει βιώματα ασφάλειας, αγάπης και εμπιστοσύνης στο νέο άνθρωπο, αναπληρώνοντας τις ελλείψεις της ανατροφής του, λειτουργώντας και προληπτικά και θεραπευτικά, από τη νηπιακή ακόμη ηλικία.
Αυτός ο αναπροσανατολισμός μπορεί να γίνει με ποικίλους τρόπους. Μέσα από μαθήματα που έχουν σχέση με την Αγία Γραφή, την πατερική παράδοση, τους Αγίους της Εκκλησίας, αλλά και μέσα από το παιχνίδι και την λειτουργία της κατηχητικής ομάδας ως παρέας που αποδέχεται το παιδί, όπως είναι. Ο κατηχητής λειτουργεί πλέον ως συντονιστής, ο οποίος ενισχύει την αυτοπεποίθηση του παιδιού και συμβάλλει στην καλλιέργεια της σχέσης του με το Θεό, αποδεχόμενος το κάθε παιδί και προσπαθώντας να το βοηθήσει να ενταχθεί πλήρως στις απαιτήσεις της παρέας. Ο κατηχητής είναι αυτός που «ακούει» το παιδί, δεν μιλάει απλώς και αναπτύσσει θέσεις της Εκκλησίας, ξεκινά από τις ανάγκες του άλλου, για να του μιλήσει τελικά για το Θεό. Με έναν λόγο, κατήχηση δεν είναι η προσευχή, το τραγούδι, το μάθημα, αλλά ένα σωρό πρακτικά βήματα που αποσκοπούν στο να περάσουν σταδιακά μια έννοια –κλειδί στη ζωή του παιδιού και του νέου.
Ο κατηχητής λειτουργεί ως ο ενδιάμεσος κρίκος, που θα βοηθήσει το παιδί να έρθει σε κοινωνία με τον ιερέα της Ενορίας. Αυτός με τη σειρά του, θα βοηθήσει το νέο άνθρωπο να κατανοήσει την σημασία της σχέσης με το Χριστό, ως σχέση ζωής και σωτηρίας. Άρα, η κατήχηση χωρίς τον ιερέα είναι πλέον ανεπαρκής. Η καλύτερη κατήχηση σήμερα γίνεται μέσα από την εξομολόγηση, όταν αυτή δεν λειτουργεί ως μηχανισμός επιβολής μιας κακώς νοούμενης υπακοής και δημιουργίας ενός προσωπικού και οπαδικού έργου, αλλά ως η αφετηρία ενός γόνιμου διαλόγου του παιδιού με το Θεό, ξεκαθαρίσματος σ’ αυτό της ηθικής διδασκαλίας της Εκκλησίας και νοηματοδότησης της ζωής του νέου με την βίωση της αγάπης, της πρότασης του πνευματικού αγώνα, αλλά και της ένταξής του στην Ενορία ως ελεύθερης προσωπικότητας, που θα έχει την ευθύνη για τη ζωή. Εδώ ακριβώς είναι η πλήρης εφαρμογή στην πράξη του κοινοτικού χαρακτήρα της κατήχησης, που δεν αποσκοπεί στο να προτείνει ατομικές λύσεις στο νέο, αλλά να τον εντάξει στην σύναξη της Εκκλησίας.
Κλειδί του κατηχητικού έργου σήμερα είναι το Δημοτικό Σχολείο. Συνήθως, επειδή είμαστε και αριθμολάτρες, μας αρέσει να έχουμε μεγάλα τμήματα παιδιών Δημοτικού στις Ενορίες μας, ώστε να χαιρόμαστε με την αίσθηση ότι «έχουμε κόσμο». Πέραν τούτου, το θεωρούμε και το πιο εύκολο κομμάτι του νεανικού έργου, από την άποψη ότι τα παιδιά δεν μας φέρνουν αντίρρηση σε ό,τι τους λέμε, ενώ το να τους μιλάμε για ιστορίες που έχουν σχέση με τους Αγίους και την Γραφή είναι πιο εύκολο από το να καλλιεργούμε προβληματισμό. Η σχέση με το Χριστό, όμως, δεν έρχεται μέσα από μεγάλες συνάξεις, γιατί δεν μπορεί κανείς να γνωρίσει τα πρόσωπα και να δώσει το πνεύμα της ομάδας. Μικρότερα τμήματα κατήχησης στο Δημοτικό, κοινό παιχνίδι, καλλιέργεια ουσιαστικών διαπροσωπικών σχέσεων κατηχητή, ιερέα- πνευματικού και παιδιών, λειτουργία στο επίπεδο της παρέας, ένταξη στο σύνολο, επίγνωση του προσανατολισμού της ζωής των παιδιών, θα εντάξουν την κατήχηση σε πιο σύγχρονο και ουσιαστικό περιβάλλον.
Αυτονόητα πλέον προκύπτει το ερώτημα: μπορεί η κατήχηση να λειτουργήσει πλέον μόνο με τον εθελοντισμό, τον ζήλο και την ευσέβεια; Ίσως δεν μας αρέσει ως Εκκλησία, αλλά η απάντηση είναι αρνητική. Θέλουμε πλέον κατηχητές επιμορφωμένους, που να ασχολούνται μόνιμα με το έργο της κατήχησης, ίσως και ημι- επαγγελματίες, όσο κι αν ο όρος μας τρομάζει, σε ό,τι αφορά στο θέμα της αμοιβής. Χωρίς ζήλο βέβαια, δεν πετυχαίνουμε τίποτα. Αλλά και χωρίς επίγνωση της εποχής και των δυσκολιών της, δεν μπορούμε να περιμένουμε κατά άνθρωπον ιδιαίτερα αποτελέσματα.
Το έργο της κατήχησης είναι έργο Θεού. Οι ανθρώπινες προσπάθειες, όσο καλά οργανωμένες κι αν είναι, δεν επαρκούν να αναπληρώσουν τις ανθρώπινες αδυναμίες και να θεραπεύσουν την ασθένεια της φύσεώς μας, όπως επίσης και να αντιμετωπίσουν τη δύναμη του σαρκολατρικού πνεύματος. Η εμπιστοσύνη στο Θεό δεν αίρει αφ’ ημών τον σταυρό της ευθύνης μας για έναν νέο προσανατολισμό στην κατήχηση. «Πύλαι Ἂδου οὐ κατισχύσουσιν» (Ματθ. 16,18) της Εκκλησίας λέει ο λόγος του Θεού, αλλά και «οἶδά σου τά ἒργα, ὃτι οὒτε ψυχρός εἶ οὒτε ζεστός . ὂφελον ψυχρός ἦς ἢ ζεστός . ὃτι χλιαρός εἶ, καί οὒτε ζεστός οὒτε ψυχρός, μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου» (Ἀποκ., 3, 15) . Με ό,τι κι αν ασχολούμαστε στο έργο του Θεού, οφείλουμε να είμαστε ζεστοί από ενθουσιασμό, αγάπη και πνεύμα προσφοράς, αλλά και γνώσεις και βιώματα. Για να γίνει τελικά η κατήχηση «παιδαγωγία εἰς Χριστόν» (Α' Κορ. 4, 15), αφορμή επανευαγγελισμού, αλλά και συνδρομής στην μεταμόρφωση κατά Θεόν και κατά άνθρωπον της νέας γενιάς.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Παιανία, 4 Οκτωβρίου 2003
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου